- αβάρετος
- (I)-η, -ο1. ο πάντοτε πρόθυμος για εργασία, ακούραστος, ακαταπόνητος2. αυτός που δεν γίνεται ενοχλητικός, βάρος στον άλλο.[ΕΤΥΜΟΛ. < α- στερητ. + βαρετός].————————(II)και -ητος, -η, -ο1. αχτύπητος, άδαρτος2. αλάβωτος, ατραυμάτιστος3. «γάλα αβάρετο» — το γάλα που δεν χτυπήθηκε με ειδικό ξύλινο όργανο για να αποχωριστεί το βούτυρό του4. ενεργ. αυτός που δεν χτύπησε, δεν ήχησε, δεν εκπυρσοκρότησε5. (για τον ήλιο) αυτός που δεν ανέτειλε.[ΕΤΥΜΟΛ. < α- στερητ. + βαρώ].
Dictionary of Greek. 2013.